Ι

 

Φτερό για δοιάκι

 

κιτρινισμένη απ’ τον καιρό τρύπια φανέλα

αξιολύπητο πανί· «μη φεύγεις, έλα,

σε μας θα βρεις ό,τι ποθείς», λεν οι σειρήνες,

«πλάι μας μια στάλα κάτσε πιες, γλέντησε, γέλα»,

μα ακόμα εγώ πονώ για τις γλυκές εκείνες

 

νυχτιές στο Θιάκι.

 

 

 

ΙΙ

 

Τρία σπουργίτια, κοίτα τα·

το ένα πέταξε και πάει,

ψάχνει ψίχουλα.

 

 

 

ΙΙΙ

 

Ήταν μια μάγισσα·

 

μαύρα μαλλιά, το δέρμα τ’ άπατου χιονιού,

μυαλό ερπετού, καρδιά, φτερά χελιδονιού

κι ήταν ζωσμένη ως το λαιμό σπαθιά, μαχαίρια.

Είχε την όψη ερωτευμένου παγωνιού

Κι ομπρός μου ως άνοιξε πλατιά τα δυο της χέρια

 

ευθύς ναυάγησα.

 

 

 

IV

 

Κι είχε στο σώμα της κεντριά,

βλέμμα στυγνό και τοξικός

ο άνεμος στα μαλλιά της.

 

 

 

V

 

Πράγματ’ ανείπωτα·

 

βιολιά κι αρώματα από δυόσμο και γλυκάνισο.

Για ένα χάδι της ριχνόμουνα στην άβυσσο.

Στο στόμα χίλια τα φιλιά, μα κι ένα μ’ έφτανε,

μια να με στείλει στη Φωτιά, μια στον Παράδεισο.

Ολονυχτίς απά στους δυο μας τ’ άστρα πέφτανε –

 

– κι ύστερα τίποτα.

 

 

 

VI

 

Μείνανε μόνο τα κεντριά·

τα βλέμματα άδεια – σώπασε

κι ο άνεμος στα μαλλιά της.

 

 

 

VII

 

Φτώχεια, ρημάδι

 

φαντάζει ο κόσμος τώρα που ’πεσεν η νύχτα.

Φίλη μου η θάλασσα, μου λέει: «Μέσα μου ρίχτα

όλα τα δάκρυα και το θάρρος σου μη χάνεις·

όσα για κείνη στην καρδιά σου κρύβεις, δείχτα

σε μένα, μήπως και σε κάνω ν’ ανασάνεις

 

τούτο το βράδυ».

 

 

 

VIII

 

Στο χώμα πέσαν τα φιλιά.

Που ’ναι τα χάδια, τα βιολιά;

Τ’ αστέρια που ’ναι;

 

 

 

IX

 

Σπάζει το κύμα·

 

πασχίζ’ η θάλασσα απ’ τα χείλη μου να πάρει

ένα χαμόγελο, μια λέξη. Το φεγγάρι

συντρίμμια φώτιζε στην άμμο τα παλάτια

που ’χτιζα κάποτε. Ψηλά, δυο μαύροι γλάροι

βλέπουν να σέρνομαι στην άμμο και στ’ αλάτια.

 

Δεν είναι κρίμα;

 

 

 

X

 

Ήταν Σεπτέμβρης,

 

Σαββάτο απόγεμα – δυο «Σίγμα» είχεν η μέρα –

κι άλλα δυο «Σίγμα» μ’ ανταμώσαν. «Καλημέρα·

τη μια ’σαι ’δώ, την άλλη φεύγεις και σε χάνω.

Γλυκιά σου η σκέψη, μα η αγάπη σου τ’ αγέρα

κι όρκο από τώρα, σα θα ’ρθείς, δε θα σου κάνω

 

’δώ πως θα μ’ εύρεις».

 

 

 

XI

 

Μέσα μου μπήκαν τα κεντριά,

μες στην καρδιά μου – λύσσαγε

κι ο άνεμος στα μαλλιά της.

 

 

 

XII

 

Δοιάκι σπασμένο,

 

ξέφτια, κουρέλια το πανί, κείν’ η φανέλα.

Στο στήθος μου η μοναξιά κολλάει σα βδέλλα

κι οι άδειες ώρες πια φαντάζουν χρόνια ολόκληρα.

Αστέρια, αρώματα, φιλιά, όλα μια τρέλλα

κι εγώ – παιδί χωρίς παιχνίδια, χωρίς όνειρα –

 

τι περιμένω;

 

 

 

ΧΙΙΙ

 

Μικρό κοράκι

 

– ποιανού κακιά ψυχή και μαύρη, μαύρο σ’ έβαψε; –

φίλε κι ελπίδα φτερωτή, κοντά της πέταξε·

τη μάγισσά μου βρες και ρώτα αν με θυμάται.

Πες της, λαχτάρα να βρεθώ κοντά της μ’ έκαψε.

Μες στ’ όνειρό της μπες, την ώρα που κοιμάται

 

πίσω στο Θιάκι.

 

 

 

XIV

 

Κοράκι πες μου, σα θα  ’ρθείς,

έχει ακόμα τ’ άστρα πάνω

στα μαλλιά της;

 

μήπως τα πήρ’ ο άνεμος

και τα κεντριά μονάχα μείναν,

γυμνά κι άγρια;

 

Κοράκι πες μου, σα θα ’ρθείς,

με ποιον μοιράζεται το στρώμα,

τη χαρά της;

 

Όμως, μονάχα μη μου πεις

πως ήταν όνειρο και σκέτη

φαντασία

τούτο το πλάσμα π’ αγαπώ

και που πιστεύω.

 

 

 

XV

 

Που ’χαμε μείνει;

 

…α, ναι! Θυμάσαι; Ήμουνα μόνος και θρηνούσα

που ’σουνα μόνη. Για να δεις πως σ’ αγαπούσα,

σου ’στελνα ποιήματα γεμάτα υπεροψία

κι αμφιβολίες μου για σένα. Κι απορούσα,

γυρίζοντας, που με κοιτούσες μ’ υποψία –

 

– κι αυτή δε σβήνει.

 

 

 

XVI

 

Δε θα ξεφτίσει,

 

όχι! Μια αγάπη σαν κι αυτή που ’χω για σένα

δεν ξέρει χρόνια να μετρά, ένα προς ένα·

κι εγώ ’μαι ολότελα δικός σου. Μα, ετοιμάσου!

Ας μη μας εύρει κι άλλη αυγή στα περασμένα.

Έλα και τ’ άστρα τ’ ουρανού με τ’ όνομά σου

 

έχω βαφτίσει.

 

 

 

XVII

 

Ήλιε σε νίκησα.

 

Μέσα στη Γέενα του Πυρός σου είδα κηλίδες,

αποκαΐδια μύρια, αυγές δίχως ελπίδες.

Το βράδυ εκείνο που μονάχη η μέρα δείπνησε,

βρέθηκα μες στα σπλάχνα σου, μα εσύ δε μ’ είδες

κι ούτε που γύρεψες να μάθεις τι σε ξύπνησε.

 

Μήπως σ’ αδίκησα;

 

 

 

XVIII

 

Μόνο για μένα

 

δόλια η καρδιά μου να χτυπά δεν το γνωρίζει.

Και τι ’μ’ εγώ χωρίς εκείνο που μ’ ορίζει

και σαν το κύμα μια με γέρνει, μια με διώχνει,

σα ναυαγό που απ’ τη γλυκιά στεριά χωρίζει;

Τη μια ψηλά με πάει, την άλλη αλλού με σπρώχνει

 

στα περασμένα.

 

 

 

XIX

 

Θε μου, το κρίμα μου:

 

σε μένα δίνεις τη ζωή, κι άλλος τη χαίρεται

κι ως θέλει ορίζει την – κι Εσύ κι όλοι τον ξέρετε

τον «άλλο» αυτόν που σφετερίζεται ψυχές –

γι’ αυτήν, που μέρα νύχτα μόνη ως περιφέρεται,

κάνει τους ίσκιους φως, τις άβυσσους ρηχές,

 

ο νους κι η ρίμα μου.

 

 

 

XX

 

Ένα τραγούδι,

 

που απ’ τους αγγέλους το σκοπό του θε να κλέψω,

δώρο στους γάμους σου θα φέρω· και θα πέψω

την Παναγιά, την Τύχη πλάι σου να σιμώσουν.

Κι όσο να βρω τι θα φορώ, τι θα χορέψω,

’θε μες στον κόρφο μου να σ’ είχα να κοιμόσουν

 

σαν αγγελούδι.

 

 

 

XXI

 

Μάνα είν’ η Γη:

 

στη ράχη του την κουβαλάει, σαν αγωγιάτης,

ο Ουρανός. Θεοί κι ανθρώποι απ’ τα μαλλιά της

κρέμοντ’ αιώνες τώρα, αλλιώς στον άδειο Χρόνο

θε να χαθούν, τον που σπαράζει τα παιδιά της.

Μνήμη είτε Λήθη: Θάνατος. Τ’ Όνειρο μόνο

 

μας οδηγεί.

 

 

Ιούλιος 1995

 

Κύρια σελίδα