ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ

 

Συνωστισμός επικρατεί στη διμοιρία·

μια νυχτερίδα απ’ το παράθυρό μας μπήκε

κι όλος ο λόχος μαζεμένος, τη χαζεύει,

λες και δεν έχουν ξαναδεί πουλί ποτέ τους

(και τι πουλί; Ένα ποντίκι με φτερά,

σαν όλ’ αυτά που σουλατσάρουν στην κουζίνα,

στις αποθήκες κι όπου μένει φαγητό·

τρώνε συνέχεια μπας και βγάλουνε φτερά

και μας αφήσουνε και φύγουν κάποια μέρα.

Μα τα ποντίκια είναι ποντίκια ό,τι κι αν φάνε,

πουλιά δε γίνονται, κι ας βγάλουν και φτερά…)

 

Στην αγκαλιά μου κελαηδάει ένα πουλάκι,

φωλιά-αγκαλιά, φιλί-πουλί κι ας μην πετάει.

 

 

 

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ

 

Αυτός ο χρόνος χίλιες μοιάζει να ’χει νύχτες.

Μέρες κουτσές, οι πέντε μια και με το ζόρι.

Μες στο ρολόι μου λες και κόλλησαν οι δείχτες·

κολλά απ’ τη βρώμα στο κορμί το πανωφόρι.

 

Σαν της αρβύλας τα πατήματα είν’ οι ώρες,

βαριές και βρώμικες, τα πόδια μου πληγώνουν.

Σέρνονται γύρω μου σα χήρες μαυροφόρες

και παγωμένα φίδια ολούθε να με ζώνουν.

 

Χαρά δεν έχω, αφού ’σ’ εσύ, κι εσύ μου λείπεις.

Δε λαχταρώ γι’ άλλη καρδιά ’πό τη δική σου.

Βρες τρόπο, ζέστανε την παγωνιά της λύπης,

γρήγορα να ’μαστ’ αγκαλιά και πάλι, ευκήσου.

 

Δεν το κατάλαβες ακόμα; Είμαι στρατιώτης·

μ’ όπλο κι εξάρτυση, με στέλνουνε και πάω ...

Πήρ’ ένα βράδυ η σκέψη μου των ομματιώ της

κι ήρθε να σ’ εύρει, να σου πει πως σ’ αγαπάω.

 

Ιούνιος 1996

 

 

 

 

ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

 

Ψιλή βροχή

άρρωστη και κρύα

έπεφτε μες στην τρύπα που ’χε ανοίξει

ο Θεός στο χώμα για να κρύψει ένα κόκκαλο, μην τυχόν και του το φάει κάν’νας άλλος…

 

«Επ’ ώμου» η θλίψη

κι ήταν αυτό που ακούγαμε

άκυρο παράγγελμα

άσχημο καψόνι.

 

Στάλα βροχής

κι εγκλωβισμένη μέσα της

λίγη δροσιά κι αναψυχή του κόσμου

– η μάνα μου, ο πατέρας, ο Δημητράκης –

τρέχει απ’ τα μάτια μου και χάνεται

στο χώμα, μέσα στην τρύπα

που ο Θεός κρύβει τα κόκκαλά του,

στην ίδια τρύπα που ’χει ανοίξει το τυφέκιο,

μετά τα χίλια τόσα «παρά πόδα».

 

Το χώμα που πατάς πατώ

κι έχει η σκιά σου επισκιάσει τη δική μου.

Στο Μεσολόγγι, τα ουράνια τόξα,

το ’να μέσα στ’ άλλο,

φαίνονται μέσα στη βροχή,

κι ύστερα χάνονται.

Όμως τα βέλη τους σφυρίζουν στον αέρα

και μεταφέρουν τη χαρά μου εκεί που γέρνεις

μονάχη

το κορμί σου…

…άγρυπνη,

πάνοπλη,

έτοιμη να με υπερασπιστείς.

 

 

 

Σ’ αγαπώ

 

Η φωνή

μέσ’ απ’ την τρύπα

 

 

Απρίλιος 1996

 

 

 

 

 

ΓΟΠΑ

 

Ξέρεις πως είναι τώρα:

η μέρα ‘χει τον κόπο στο πλευρό

κι η νύχτα δεν κοιμάται με κανέναν.

Ο ήλιος σου βαραίνει τα ποδάρια

και το φεγγάρι σου μαδάει το μυαλό.

Κάνεις να στρίψεις το τσιγάρο,

να τ’ ανάψεις,

καίγεσ’ ολόκληρος

μα εκεί – κρατάς ακόμα:

«όχι τσιγάρο στη γραμμή»,

προτού λυθούνε οι ζυγοί,

μ’ αυτοί δε λύνονται.

Και πας να πέσεις

και το φεγγάρι σου μαδάει το μυαλό,

καίγεσ’ ολόκληρος,

μα τώρα ’χεις τσιγάρο αναμμένο·

τραβάς, φυσάς,

γύρω σκορπάς καπνούς και μαύρες σκέψεις

– κι ήταν πιο γλυκιά η φωνή της

στο τηλέφωνο απόψε, απ’ ό,τι χτες.

 

Ξέρεις πως είναι πια:

είσαι τσιγάρο, σε καπνίζουν, σε πετούν,

γίνεσαι γόπα, σε κλωτσάνε, σε πατούν,

μα εκεί – κρατάς ακόμα.

 

Απρίλιος 1996

 

 

 

ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ Η ΣΗΜΑΙΑ

 

Της Πατρίδος μου η Σημαία

σαν παράθυρο κλειστό

που δε γνώρισε ποτέ του

ούτε φίλο, ούτε Χριστό

με κρατά μανταλωμένο

με το φως πάντα σβηστό.

 

Την κοιτώ και μοιάζει, αλήθεια,

με ανοιχτό παράθυρο

π’ αντικρίζει το Αιγαίο

– δανεισμένο λάφυρο.

Μα εγώ βλέπω στη Σημαία

τέσσερα κομμάτια σ’ ένα:

τους δυο γέρους μου, το Μήτσο

και στο τέταρτο εσένα.

 

Τέσσερα κομμάτια σ’ ένα

κι είμαι ’γώ το ένα αυτό

κι άξιο λόγο άλλο δεν έχω

να πεθάνω, να θαφτώ.

 

 

 

Μάρτιος 1996

 

 

 

 

ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

 

Εννιά χρονώ παιδί,

όχι πιο λίγο

– όσο χρειάζεται για να ’βρει

μονάχος του το δρόμο του –

ο Ήλιος βάλθηκε

τη γη να τη γυρίσει

μες σε μια μέρα.

Κι εγώ

που τα εικοσιδυό μου χρόνια

μετράω σε μέρες

έξω από μένα

σπιθαμή δεν έχω βγει.

Μονάχος μου κι εγώ

παιδί λιγόχρονο

– όσο χρειάζεται

για να μη ρίχνω κάβο στα λιμάνια,

παρά να φεύγω

καλά-καλά πριν φτάσω –

ένα λιμάνι αγάπησα

και κάβους τα χέρια μου έκαμα,

κύμα κακό από κει

να μη με πάρει.

 

Όμως, λιμάνι

ήταν κι αυτό

σαν όλα τ’ άλλα

(καλοφτιαγμένο

να χωράει πολλά βαπόρια)

κι αν απ’ το κύμα το κακό

έτυχε να γλιτώσω,

φοβάμαι

μήπως βυθιστώ

από τ’ απόνερα

των άλλων καραβιών…

 

…κι αυτών που βρέθηκαν

εδώ, κάποιο φεγγάρι…

 

…κι αυτών που μέλλει

να ’ρθουν.

 

Ιούλιος 1993

 

 

 

 

 

ΑΝΩΡΙΜΟ…

 

Χρόνια πολλά να θυμηθώ πασχίζω

κάποι’ όνειρο που ’χα κάποτε δει,

– θυμάσαι; Μπα, εσύ ’σουνα παιδί

κι εγώ τη λόξα τότε είχα να σχίζω

 

τα φύλλα κάθε μέρας που περνά

στο ημερολόγιο. Τρόμο φέρνει ο χρόνος

σ’ όποιον μετρά το χρόνο που ’ναι μόνος

και μόνος του μαθαίνει να γερνά.

 

Μα τ’ όνειρο δε σχίζεται. Θυμάμαι

αυτό μονάχα: ότι ήμουνα μωρό

και στην αυλή σου παίζαμε. Κοιμάμαι,

κι όταν ξυπνώ γυναίκα σε θωρώ

 

ντυμένη, στολισμένη για χορό.

Με πιάνεις απ’ το χέρι, μου λες «Πάμε;»

μα εγώ, στις άσπρες πάνες που φορώ,

σ’ ορκίζομαι πως θέλω, μα «λυπάμαι»…

 

Μάιος 1999

 

 

 

 

1601

 

Σαν παιδική αρρώστια

Σαν οστρακιά

Που τα σημάδια της αφήνει

Ανεξίτηλα

Στο σώμα και στον εγκέφαλο

Πέρασες

Από πάνω μου

Όταν ήμουν παιδί.

Μαζί περάσαμε

Τα παιδικά μου χρόνια

– ποτέ δεν έμαθα τη δική σου ηλικία –

Και με σακάτεψες.

Τα μυαλά μου

Τα ’ριξες στα χωράφια

Κι ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μου

Το ’βαλες μες στο κεφάλι μου.

Τα χείλη μου

Τα ’ραψες

Και στόμα μου άνοιξες άλλο

Στο μυοκάρδιο,

Ανάμεσα στις δυο τρύπες

Που μου άνοιξες για αυτιά.

 

Ένα τέρας

Που απλώνει το χέρι

Απ’ την καρδιά

Που σκέφτεται

Με την καρδιά

Που μιλάει

Με την καρδιά

Που ακούει

Με την καρδιά

Πες μου

Με τι καρδιά

Να μην το βάλεις

Στην καρδιά σου;

 

Σαν παιδική αρρώστια

– λίγο καθυστερημένα –

Ήρθες στα εικοσιένα μου

Και με καθήλωσες

Σε μια καρέκλα αναπηρική

Σ’ ένα ποδήλατο

Μια κούνια της παιδικής χαράς

– Ήρθες και με καθήλωσες

Στα εικοσιένα.

 

 

Ιούλιος 1997

 

 

 

 

ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

(ή Περιμένοντας τη Σταύρωση…)

 

 

Μωρό μου

με το αβυσσαλέο βάθος

πάθος

πόθος

πόνος

 

έχεις δυο μάτια – τραύματα

διαμπερή

στο σώμα του Παράδεισου.

Γιορτή μου,

κάθε που οι φτέρνες σου πατάνε

τη σκιά μου,

έχω να το λέω:

οι μέρες του θανάτου μου

χρόνια ας μετράνε της ζωής σου.

Και κάθε που τ’ αγγελικό σου χέρι

– μαχαίρι απ’ αλάβαστρο –

την καχεξία του κορμιού μου

ψηλαφίζει,

γίνομ’ ολόκληρος σημαία

κρεμασμένη απ’ το κοντάρι μου το ίδιο

– αχ ναι,

μιλώ για κείνο το κοντάρι

που σηκώνεται

σ’ ανάμνηση μιας συνουσίας

ενδεχόμενης.

Και μέσα μου παρακαλώ,

αυτή η Ανάσταση

ας ήταν τούτη τη φορά

η τελευταία

που γίνηκε χωρίς σκοπό,

χωρίς μια Σταύρωση.

 

Νοέμβριος 1994

 

 

 

 

 

ΕΓΚΥΗΣΗ

 

 

Εκείνη τη στιγμή

– κάθε στιγμή –

που ο χρόνος εγκαταλείπει

τα ρολόγια,

του σώματός σου το περίγραμμα

τεντώνω

σ’ ευθεία γραμμή

– έτσι που τίποτε απ’ αυτή

δε σε θυμίζει πια –

ενώνω

μ’ αυτήν την τέλεια γραμμή

το στίγμα μου πάνω στη γη

με τ’ αστρικό μου ταίρι.

Εσύ δεν είσαι πουθενά

κι αυτή η γραμμή

τόσο πολύ ευθεία

για να θυμίζει τις καμπύλες σου

ενώ στοχάζεσαι

κοιμίζοντας τα δυο σου στήθη

στις ιδρωμένες χούφτες μου.

Εκείνη τη στιγμή

– κάθε στιγμή –

που η αγάπη

σου δίνει σχήμα αυγού,

το αστρικό μου ταίρι

βρίσκει στίγμα επάνω σου.

 

 

Για χάρη σου

ο χρόνος εγκαταλείπει

τα ρολόγια.

Εγώ κι ο χρόνος,

δυο εραστές,

μιας ερωμένης,

το στίγμα

μιας ευθείας γραμμής

σε τέλεια σφαίρα.

 

Ιούνιος 1994

 

 

 

 

 

ΑΠΟΨΕ

 

Απόψε θα ’θελα οι δυο μας, χωρίς ρούχα,

μαζί στο ίδιο το κρεβάτι να πλαγιάσουμε.

Δε θα σ’ αγγίξω, σου τ’ ορκίζομαι· μονάχα

θα ζωγραφίσω στο σεντόνι τη λαχτάρα μου

μέσα στα χέρια μου να νιώσω την καρδούλα σου,

τις πιο κρυφές σου επιθυμίες να χαϊδέψω.

Γλυκά κι αθώα να γλιστρήσω στο κεφάλι σου

και να φιλήσω τα ματάκια σου από πίσω

– αφού δεν κάνει από μπροστά να τα φιλώ.

Με χρώματα φανταχτερά, πάνω στο στρώμα,

θα γράφω ποιήματα, τραγούδια, ανοησίες

κάθε λογής, σαν το παιδί που πρωτοπιάνει

μπογιές στα χέρια του και τοίχο δεν αφήνει

που να μη γράψει ό,τι ξέρει κι αγαπάει.

Κι άμα ξεφύγει το μολύβι από το χέρι μου

και σου λερώσει τ’ όμορφο, λευκό σου γόνατο,

μην ταραχτείς· ξανακοιμήσου, κι ενός άγγελου

θα ζωγραφίσω να σ’ αγγίζει τ’ άγιο χέρι,

πάνω στο γόνατό σου (εκεί που σαν παιδί

συχνά θα χτύπησες, θα πόνεσες, θα μάτωσες).

 

Δε θα σ’ αγγίξω, σου τ’ ορκίζομαι· μονάχα

θα ζωγραφίσω στο σεντόνι τη λαχτάρα μου

μαζί στο ίδιο το κρεβάτι να πλαγιάσουμε.

 

Σεπτέμβριος 1994

 

 

 

 

 

MORS AMOR MORIS

 

Τραγούδι που ’πνιξες

Γίνηκε θρήνος για τη φόνισσα·

Τη στάχτη πάνω μου ξεσκόνισα,

Στάχτη που μου ’ριξες.

 

Κουτσός γεννήθηκα,

Κουτσός μαζί μ’ αυτούς π’ αλήτευες.

Κοντά σου μ’ είχες και με γήτευες,

Με λόγι’ ανήθικα.

 

[Πες πως σου ταίριαζα,

μα ’σύ δεν ήσουνα για μένα·

ζαριά που πήγε στα χαμένα:

Πώς να μη μέριαζα;]

 

Έφυγα, γεια σου.

Ζωή, η ζωή μου ’σύ δεν ήσουν.

Κεριά τα λόγια σου, θα σβήσουν.

Μου γνέφει: «Βιάσου»,

 

Ο άνθρωπός μου.

Ο ήλιος τρέφει την εντός του·

Μες στο φιλί της γεύση νόστου,

Πνοή του Κόσμου.

 

Οκτώβριος 1996

 

 

 

 

ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ

 

Ένα μικρό κοχύλι

κρυμμένο μες σε μια φουντίτσα μαύρα φύκια

σαν αχιβάδα που τα χείλη ανοιγοκλείνει

και σιωπηλά τραγούδια λες πως ψιθυρίζει

– τραγούδια αθώα των κοριτσιών…

 

 

 

…θυμάμαι κάποτε,

τότε π’ ακόμα με κοντούς λινούς χιτώνες

στις αμμουδιές, του Ήλιου τ’ άρμα κυνηγούσαμε

με τα σανδάλια μας στα χέρια παραβγαίναμε

ποιος απ’ τους δυο θα φτάσει πρώτος…

 

 

 

…στη θεά,

την πρωτοθώρητη κι άγνωστη εδώ στα Κύθηρα

που μοίρα ανάξια για θνητούς εμάς ευλόγησε

πρώτοι να δούμε να γεννιέτ’ από τα κύματα

τούτο το πλάσμα τ’ απειρόκαλλο,…

 

 

 

…θυμάσαι;

Ήταν γυμνή, σαν τον καθένα όταν γεννιέται,

και τα μαλλιά της, όπως τα ’χεις εσύ τώρα,

τα ’χε λυτά, κι αυτά ξεχύνονταν ελεύθερα,

μακριά ως τους ώμους και το γαλατένιο στήθος.

 

 

 

Σου ’πα: «Σου μοιάζει» και, θυμάμαι, χαμογέλασες

κι ύστερα τρέξαμε κι οι δυο μας προς το μέρος της.

«Στάσου», μου φώναξες, «πού πάμε μ’ άδεια χέρια;»

«Σωστά· μα πώς καλωσορίζουν μια θεά;»

 

 

 

είπα μ’ αφέλεια κοκκινίζοντας.

 

 

«Ορίστε:

ένα σανδάλι δώσ’ εσύ και τ’ άλλο εγώ»

– «κι ας ήταν να ’χαμε δυο πόδια αντί για τέσσερα»,

μέσα μου ευχήθηκα κρυφά, μη σε τρομάξω,

μα εσύ ’χες κιόλας βήμα ανοίξει

 

 

 

κι η θεά

πατούσε πια στην αμμουδιά και τότε ξέκρινα

πούθε κρατιότανε στο κύμ’ απάν’ ορθή

– ένα κοχύλι ’χε για κούνια η νιογέννητη,

κούνια και βάρκα και σκαμνί βασιλικό,

 

 

 

κι όπως κοντεύαμε, θυμάμαι, να τη φτάσουμε

πήρ’ η θεά στα δυο της χέρια το κοχύλι,

που τώρα χώραγε άνετα μες στην παλάμη της

– θάμα στ’ αλήθεια, μα δεν κρίνοντ’ οι θεοί.

 

 

 

Και τότε πια μπροστά της στάθηκες γελώντας

κι εγώ ξοπίσω σου έτρεχα λαχανιασμένος,

τη μια κοιτώντας τη θεά, την άλλη εσένα

που τα σανδάλια μας στα πόδια της φορούσες

 

 

 

κι ήσουνα ίδια αυτή, κι εγώ ’μουνα δικός σου.

Τα χέρια έβαλ’ η θεά πάνω στους ώμους σου

και το λινό χιτώνα αργά τραβούσε κάτω

μέχρι τα γόνατα, κι απλώνοντας το χέρι της

 

– το χέρι εκείνο που κρατούσε το κοχύλι –

τα γαλατένια σου τα στήθη γλυκοχάιδευε,

τον αφαλό, κι εκεί πιο κάτω όπως σε άγγιζε

σύγκορμη σ’ έκανε να τρέμεις·…

 

 

 

…θείο μυστήριο:

αέρας γίνηκ’ η θεά, κι ένα χαμόγελο

άφησε πίσω της σα χνάρι ν’ αχνοσβήνει.

Μ’ ένα σανδάλι απ’ τον καθένα μας στα χέρια

απόμεινα να σε κοιτώ,

 

 

 

πάνω στην άμμο

πεσμένη, αμίλητη να δίνεσαι στο φως,

χαμογελώντας να χαϊδεύεις το κορμί σου

κι ένα μικρό κοχύλι ανάμεσα στα πόδια σου,

σαν αχιβάδα που τα χείλη ανοιγοκλείνει

και σιωπηλά τραγούδια λες πως ψιθυρίζει

– τραγούδια αθώα των κοριτσιών…

 

Μάρτιος 1997

 

 

Κύρια σελίδα