ΣΟΝΝΕΤΟ  (αρ. 1)

 

Μακάρι οι νιοι κι ωραίοι πιότεροι να ’ναι,

της ομορφιάς ο ανθός μη μαραθεί·

σαν φύγουνε μια μέρα οι που γερνάνε

στο ταίρι η θύμηση να μη χαθεί.

 

Μα μες στη φωτεινή σου τη ματιά,

τρώγεσ’ εσύ απ’ τη φλόγα του φωτός σου

κι όπου ήταν πλούτη, η φτώχεια μένει πια·

κακός σου οχτρός, ο ολόγλυκος εαυτός σου.

 

Εσύ, με την πιο ολόδροσην ειδή

του κόσμου, που άγγελος του θέρους είσαι,

θάβεσ’ εντός σου, αθώο μικρό παιδί

κι όσα κρατείς για σε, τόσα στερείσαι.

 

Δείξ’ οίχτο ή φάτον πια τον κόσμο αυτόνε:

ο τάφος να τον φάει κι εσύ, γραφτό ’ναι.

 

From fairest creatures we desire increase,

That thereby beauty’s rose might never die,

But as the riper should by time decease,

His tender heir might bear his memory;

 

But thou, contracted to thine own bright eyes,

Feed’st thy light’s flame with self-substantial fuel,

Making a famine where abundance lies,

Thyself thy foe, to thy sweet self too cruel.

 

Thou that art now the world’s fresh ornament

And only herald to the gaudy spring

Within thine own bud buriest thy content,

And, tender churl, mak’st waste in niggarding.

 

Pity the world, or else this glutton be:

To eat the world’s due, by the grave and thee.

* * *

 

ΣΟΝΝΕΤΟ (αρ. 2)

 

Χειμώνες σαν περάσουνε σαράντα

κι οργώσουν το κορμί το ποθεινό,

της νιότης σου η ντυσιά, η που’ χες πάντα

θε να ’ναι πια σκουπίδι ελεεινό.

 

Κι αν σε ρωτήσουν η ομορφιά σου που ’ναι,

κι ο θησαυρός σου, εκείνο σου το πάθος,

θα ’ν’ άδεια ξιπασιά, πως κατοικούνε

μες στων ματιών σου - αν πεις - τ’ άμετρο βάθος.

 

Πόσην τιμή η δικιά σου θα ’χε ειδή

αν έλεγες : “Την πρότερή μου χάρη

θα φτάσει αυτό μου τ’ όμορφο παιδί”,

που από την ομορφιά σου θα ’χει πάρει.

 

Γέρος σαν θα ’σαι, αυτός θα καίει εντός του

το αίμα σου το κρύο, το σαν τ’ αρρώστου.

 

When forty winters shall besiege thy brow

And dig deep trenches in thy beauty’s field,

Thy youth’s proud livery, so gazed on now,

Will be a tattered weed, of small worth held.

 

Then being asked where all thy beauty lies,

Where all the treasure of thy lusty days,

To say within thine own deep-sunken eyes

Were an all-eating shame and thriftless praise.

 

How much more praise deserved thy beauty’s use

If thou couldst answer ‘This fair child of mine

Shall sum my count, and make my old excuse’,

Proving his beauty by succession thine.

 

This were to be new made when thou art old,

And see thy blood warm when thou feel’st it cold.

 

* * *

 

ΣΟΝΝΕΤΟ  (αρ. 3)

 

Πες στη μορφή που βλέπεις στον καθρέφτη,

είν’ ώρα διάδοχο να κάνει· διότι

αν δε βιαστείς θα πουν για σε, τον κλέφτη,

πως μιας γυναίκας κόβεις τη μητρότη.

 

Ποια κόρη αγνή στον άθιχτό της τράφο,

σαν το γεωργό να σπείρεις, δε θ’ αφήσει;

Και ποιος ανόητος νάρκισσος σε τάφο

ως θες εσύ - το μέλλον θε να κλείσει;

 

Καθρέφτισμα της μάνας σου, διακρίνει

την ομορφιά της, μέσα σου, την πρώτη·

γέρος κι εσύ θα βλέπεις - σαν κι εκείνη -

μες στο παιδί σου τη χρυσή σου νιότη.

 

Μα αν θες ζωή στη λήθη να θαφτεί,

εργένης πας κι η ειδή σου πάει κι αυτή.

 

Look in thy glass, and tell the face thou viewest

Now is the time that face should form another,

Whose fresh repair if now thou not renewest

Thou dost beguile the world, unbless some mother.

 

For where is she so fair whose uneared womb

Disdains the tillage of thy husbandry?

Or who is he so fond will be the tomb

Of his self-love to stop posterity?

 

Thou art thy mother’s glass, and she in thee

Calls back the lovely April of her prime;

So thou through windows of thine age shalt see,

Despite of wrinkles, this thy golden time.

 

But if thou live remembered not to be,

Die single, and thine image dies with thee.

* * *

 

ΣΟΝΝΕΤΟ  (αρ. 23)

 

Όπως ένας αδέξιος θεατρίνος

π’ όλο ξεχνάει τα λόγια του, αγχωμένος,

και σαν το άγριο, λυσσασμένο χτήνος,

που την καρδιά του τρώει περίσσιο μένος,

 

έτσι κι εγώ, που ν’ ανοιχτώ φοβάμαι,

ξεχνώ τα λόγια της αγάπης τ’ άγια·

λειωμένος απ’ το εντός μου πάθος, να με,

και με λυγούν βαριά του έρωτα μάγια.

 

Άσ’, της καρδιάς μου που φωνάζει, να ’ναι

οι στίχοι μου, λοιπόν, βουβοί αγγέλοι,

κι απόκριση κι αγάπη να ζητάνε

πιότερο απ’ όσα η γλώσσα να πει θέλει.

 

Μάθ’ όσα ο πόθος μου έχει να σου πει·

τα μάτια σου θ’ ακούνε στη σιωπή.

As an unperfect actor on the stage

Who with his fear is put besides his part,

Or some fierce thing replete with too much rage

Whose strength’s abundance weakens his own heart,

 

So I, for fear of trust, forget to say

The perfect ceremony of love’s rite,

And in mine own love’s strength seem to decay,

O’er-charged with burden of mine own love’s might.

 

O let my books be then the eloquence

And dumb presagers of my speaking breast,

Who plead for love, and look for recompense

More than that tongue that more hath more expressed.

 

O learn to read what silent love hath writ;

To hear with eyes belongs to love’s fine wit.

 

* * *

 

ΣΟΝΝΕΤΟ  (αρ. 42)

 

Κι αν τη λατρεύω, αυτή δεν είν’ η μόνη

πίκρα μου ότι τη χαίρετ’ ένας άλλος·

μα τ’ ότι σ’ έχει αυτή ’ναι που με λειώνει

κι ο πόνος πως τη χάνω ο πιο μεγάλος.

 

Αγάπες μου άσπονδες, έτσι εξηγείται:

την αγαπώ, γι’ αυτό τη νοιάζεσαι

κι αλίμονό μου, αυτή ταλαιπωρείται

για χάρη μου, σα βρίσκεται μ’ εσέ.

 

Αν σ’ αρνηθώ, η καλή μου σε κερδίζει

κι αν χάσω τη, στο πλάι σου θα τη βρω.

Ταιριάχτε ’σεις κι η μοίρα ας μας χωρίζει,

κι ας φορτωθώ μονάχος το σταυρό.

 

Μα πως! Ο φίλος μου κι εγώ είμαστ’ ένα,

κι άλλον δε θέλει η αγάπη μου από μένα.

 

That thou hast her it is not all my grief,

And yet it may be said I loved her dearly;

That she hath thee is of my wailing chief,

A loss in love that touches me more nearly.

 

Loving offenders, thus I will excuse ye:

Thou dost love her because thou know’st I love her,

And for my sake even so doth she abuse me,

Suff’ring my friend for my sake to approve her.

 

If I lose thee, my loss is my love’s gain,

And losing her, my friend hath found that loss:

Both find each other, and I lose both twain,

And both for my sake lay on me this cross.

 

But here’s the joy: my friend and I are one.

Sweet flattery! Then she loves but me alone.

 

* * *

 

ΣΟΝΝΕΤΟ  (αρ. 44)

 

Η σάρκα μου η νωθρή, σκέψη αν γινόταν,

η απόσταση για ’με δε θα μετρούσε,

αφού, παρά τ’ όποιο κενό θα ’ρχόταν,

όσο μακριά κι αν ήταν, εκεί που ’σαι.

 

Τι κι αν πατούσα τότ’ εγώ στα ξένα,

μακριά ’πό σένα, αφού πετάει η σκέψη

από στεριές και πέλαγ’ αφρισμένα,

κι όπου θελήσει, εκεί θα ταξιδέψει;

 

Στη σκέψη, αχ, πως δεν είμαι σκέψη σβήνω,

που φεύγεις και να τρέξω δε μπορώ,

και καρτερώ, όπως είμαι, μες στο θρήνο,

μια μάζα σκέτο χώμα και νερό.

 

Άλλο από δάκρυα, ετούτα τα στοιχεία

δε δίνουν, μάρτυρες στη δυστυχία.

If the dull substance of my flesh were thought,

Injurious distance should not stop my way;

For then, despite of space, I would be brought

From limits far remote where thou dost stay.

 

No matter then although my foot did stand

Upon the farthest earth removed from thee;

For nimble thought can jump both sea and land

As soon as think the place where he would be.

 

But ah, thought kills me that I am not thought,

To leap large lengths of miles when thou art gone,

But that, so much of earth and water wrought,

I must attend time’s leisure with my moan,

 

Receiving naught by elements so slow

But heavy tears, badges of either’s woe.

 

* * *

 

ΣΟΝΝΕΤΟ  (αρ. 138)

 

Ορκίζετ’ η καλή μου ότι είν’ αλήθεια

όλα όσα λέει και την πιστεύω· διότι

μ’ αρέσει που της νιότης την ευήθεια

μέσα μου βλέπει, κι όλη την αγνότη.

 

Ματαιόδοξα, θαρρώ πως με περνάει

για νιο κι ας ξέρει ότι έχω πια γεράσει,

μα λέω ’τι η γλώσσα της δε με γελάει·

για μας τους δυο η αλήθεια ’χει σωπάσει.

 

Πρέπο να λέει αλήθεια τι να το ’χει,

κι εγώ να πω είμαι γέρος τι με βιάζει:

Πίστη στα λόγια ο έρως θέλει κι όχι

τα χρόνια μου η καλή μου να φωνάζει.

 

Ψέμματα  εγώ, λοιπόν, κι αυτή ίσα κι όμοια,

κι ο ένας τ’ άλλου πλέκουμε τα εγκώμια.

 

When my love swears that she is made of truth

I do believe her though I know she lies,

That she might think me some untutored youth

Unlearned in the world’s false subtleties.

 

Thus vainly thinking that she thinks me young,

Although she knows my days are past the best,

Simply I credit her false-speaking tongue;

On both sides thus is simple truth suppressed.

 

But wherefore says she not she is unjust,

And wherefore say I not that I am old?

O, love’s best habit is in seeming trust,

And age in love loves not to have years told.

 

Therefore I lie with her, and she with me,

And in our faults by lies we flattered be.

 

* * *

 

ΣΟΝΝΕΤΟ  (αρ. 18)

 

Να πω πως μοιάζεις με καλοκαιριά;

Μα ’σύ ’σαι πιο γλυκιά, πιο ευλογημένη.

Τ’ άνθια του Μάη οι ανέμοι ωσάν θεριά

δέρνουν· το θέρος γρήγορα πεθαίνει.

 

Βάνει φωτιές ο ήλιος το πρωινό

και άλλοτε η χρυσή του ειδή χλωμιάζει

-κάποτ’ η τύχη αστόλιστο, φτηνό

κάνει να δείχνει αυτό που όμορφο μοιάζει.

 

Μα εντός σου ο ήλιος μέρα-νύχτα καίει

κι ούτ’ ίχνος η ομορφιά σου δεν ξεφτίζει,

κι ο θάνατος δε θα ’χει να το λέει

στα σκότη του πως ζεις και πως σ’ ορίζει.

 

Όσον ο κόσμος βλέπει κι ανασαίνει

θα ζει το ποίημα αυτό, να σ’ ανασταίνει.

 

Shall I compare thee to a summer’s day?

Thou art more lovely and more temperate.

Rough winds do shake the darling buds of May,

And summer’s lease hath all too short a date.

 

Sometime too hot the eye of heaven shines,

And often is his gold complexion dimmed,

And every fair from fair sometime declines,

By chance of nature’s changing course untrimmed;

 

But thy eternal summer shall not fade

Nor lose possession of that fair thou ow’st,

Nor shall death brag thou wander’st in his shade

When in eternal lines to time thou grow’st.

 

So long as men can breathe or eyes can see,

So long lives this, and this gives life to thee.